Ἑλλήνιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἑλλήνιος | ἡ | Ἑλληνίᾱ | τὸ | Ἑλλήνιον |
| γενική | τοῦ | Ἑλληνίου | τῆς | Ἑλληνίᾱς | τοῦ | Ἑλληνίου |
| δοτική | τῷ | Ἑλληνίῳ | τῇ | Ἑλληνίᾳ | τῷ | Ἑλληνίῳ |
| αιτιατική | τὸν | Ἑλλήνιον | τὴν | Ἑλληνίᾱν | τὸ | Ἑλλήνιον |
| κλητική ὦ! | Ἑλλήνιε | Ἑλληνίᾱ | Ἑλλήνιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Ἑλλήνιοι | αἱ | Ἑλλήνιαι | τὰ | Ἑλλήνιᾰ |
| γενική | τῶν | Ἑλληνίων | τῶν | Ἑλληνίων | τῶν | Ἑλληνίων |
| δοτική | τοῖς | Ἑλληνίοις | ταῖς | Ἑλληνίαις | τοῖς | Ἑλληνίοις |
| αιτιατική | τοὺς | Ἑλληνίους | τὰς | Ἑλληνίᾱς | τὰ | Ἑλλήνιᾰ |
| κλητική ὦ! | Ἑλλήνιοι | Ἑλλήνιαι | Ἑλλήνιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἑλληνίω | τὼ | Ἑλληνίᾱ | τὼ | Ἑλληνίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἑλληνίοιν | τοῖν | Ἑλληνίαιν | τοῖν | Ἑλληνίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- Ἑλλήνιος < Ἑλλάς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- δωρικός τύπος : Ἑλλάνιος
Παράγωγα
- Ἑλλανία (η Ελλάδα)
- Ἑλλάνιον (ουδέτερο)
Πηγές
- Ἑλλήνιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἑλλήνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.