Ἐρυθραῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἐρυθραῖος | ἡ | Ἐρυθραίᾱ | τὸ | Ἐρυθραῖον |
| γενική | τοῦ | Ἐρυθραίου | τῆς | Ἐρυθραίᾱς | τοῦ | Ἐρυθραίου |
| δοτική | τῷ | Ἐρυθραίῳ | τῇ | Ἐρυθραίᾳ | τῷ | Ἐρυθραίῳ |
| αιτιατική | τὸν | Ἐρυθραῖον | τὴν | Ἐρυθραίᾱν | τὸ | Ἐρυθραῖον |
| κλητική ὦ! | Ἐρυθραῖε | Ἐρυθραίᾱ | Ἐρυθραῖον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Ἐρυθραῖοι | αἱ | Ἐρυθραῖαι | τὰ | Ἐρυθραῖᾰ |
| γενική | τῶν | Ἐρυθραίων | τῶν | Ἐρυθραίων | τῶν | Ἐρυθραίων |
| δοτική | τοῖς | Ἐρυθραίοις | ταῖς | Ἐρυθραίαις | τοῖς | Ἐρυθραίοις |
| αιτιατική | τοὺς | Ἐρυθραίους | τὰς | Ἐρυθραίᾱς | τὰ | Ἐρυθραῖᾰ |
| κλητική ὦ! | Ἐρυθραῖοι | Ἐρυθραῖαι | Ἐρυθραῖᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἐρυθραίω | τὼ | Ἐρυθραίᾱ | τὼ | Ἐρυθραίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἐρυθραίοιν | τοῖν | Ἐρυθραίαιν | τοῖν | Ἐρυθραίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
Ἐρυθραῖος, -α, -ον
Αναφορές
- & Ἐρυθραῖα (εννοείται, χώρα) στο λήμμα Ἐρυθραῖος - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.
Πηγές
- Ἐρυθραῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ἐρυθραῖος - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.