Ἐρυθραία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἐρυθραίᾱ | αἱ | Ἐρυθραῖαι |
| γενική | τῆς | Ἐρυθραίᾱς | τῶν | Ἐρυθραιῶν |
| δοτική | τῇ | Ἐρυθραίᾳ | ταῖς | Ἐρυθραίαις |
| αιτιατική | τὴν | Ἐρυθραίᾱν | τὰς | Ἐρυθραίᾱς |
| κλητική ὦ! | Ἐρυθραίᾱ | Ἐρυθραῖαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἐρυθραίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἐρυθραίαιν | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἐρυθραία < έρυθρ(ός) + -αία
Κύριο όνομα
Ἐρυθραία θηλυκό
Ουσιαστικό
Ἐρυθραία θηλυκό
- η γυναίκα που κατάγεται από την ομώνυμη πόλη της Ιωνίας
- ※ Ἡροφίλην δὲ τὴν Ἐρυθραίαν μαντικὴν γενομένην Σίβυλλαν προσηγόρευσαν (Πλούταρχος, Περἰ τοῦ μὴ χρᾶν ἔμμετρα νῦν τὴν Πυθίαν)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.