ἐχθρότης

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐχθρότης αἱ ἐχθρότητες
      γενική τῆς ἐχθρότητος τῶν ἐχθροτήτων
      δοτική τῇ ἐχθρότητι ταῖς ἐχθρότησι(ν)
    αιτιατική τὴν ἐχθρότητα τὰς ἐχθρότητας
     κλητική ! ἐχθρότης ἐχθρότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐχθρότης < αρχαία ελληνική ἐχθρ(ός) + -ότης [1]

Ουσιαστικό

ἐχθρότης θηλυκό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.