ἐσθής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐσθής | αἱ | ἐσθῆτες |
| γενική | τῆς | ἐσθῆτος | τῶν | ἐσθήτων |
| δοτική | τῇ | ἐσθῆτῐ | ταῖς | ἐσθῆσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἐσθῆτᾰ | τὰς | ἐσθῆτᾰς |
| κλητική ὦ! | ἐσθής | ἐσθῆτες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐσθῆτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐσθήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'προβλής' όπως «προβλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἐσθής < ... < θέμα του ἕννυμι (ντύνω) → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἐσθής θηλυκό
- (ενδυμασία) ένδυμα, ενδυμασία
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 189.1
- τὴν δὲ ἄρα ἐσθῆτα καὶ τὰς αἰγίδας τῶν ἀγαλμάτων τῆς Ἀθηναίης ἐκ τῶν Λιβυσσέων ἐποιήσαντο οἱ Ἕλληνες·
- Και βέβαια τη φορεσιά και τις αιγίδες των αγαλμάτων της Αθηνάς τα πήραν οι Έλληνες από τις Λίβυσσες·
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τὴν δὲ ἄρα ἐσθῆτα καὶ τὰς αἰγίδας τῶν ἀγαλμάτων τῆς Ἀθηναίης ἐκ τῶν Λιβυσσέων ἐποιήσαντο οἱ Ἕλληνες·
- ※ τας παλαιάς μου εσθήτας δωρήσασα εις τα αγάλματα της Παναγίας (Εμμανουήλ Ροΐδης, Η Πάπισσα Ιωάννα, 1866)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 189.1
- δωρικός τύπος : ἐσθάς, -ᾶτος
Συγγενικά
Πηγές
- ἐσθής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐσθής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.