ἐποπτεία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐποπτείᾱ | αἱ | ἐποπτεῖαι |
| γενική | τῆς | ἐποπτείᾱς | τῶν | ἐποπτειῶν |
| δοτική | τῇ | ἐποπτείᾳ | ταῖς | ἐποπτείαις |
| αιτιατική | τὴν | ἐποπτείᾱν | τὰς | ἐποπτείᾱς |
| κλητική ὦ! | ἐποπτείᾱ | ἐποπτεῖαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐποπτείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐποπτείαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ἐποπτεία θηλυκό
- μύηση
- (ειδικότερα) (θρησκεία) η υψηλότερη βαθμίδα μύησης στα Ελευσίνια Μυστήρια
- (ελληνιστική κοινή) θεώρηση
Πηγές
- ἐποπτεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.