ἐποπτεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐποπτεύω < ἐπόπτ(ης) + -εύω

Ρήμα

ἐποπτεύω

  1. επιτηρώ, επιβλέπω, εποπτεύω
  2. μυούμαι στα ανώτερα μυστήρια

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.