ἵλαος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| [ῑᾰ] [ῑᾱ] ἱλαο- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἵλαος | τὸ | ἵλαον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἱλάου | τοῦ | ἱλάου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἱλάῳ | τῷ | ἱλάῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἵλαον | τὸ | ἵλαον | ||
| κλητική ὦ! | ἵλαε | ἵλαον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἵλαοι | τὰ | ἵλαᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἱλάων | τῶν | ἱλάων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἱλάοις | τοῖς | ἱλάοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἱλάους | τὰ | ἵλαᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἵλαοι | ἵλαᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱλάω | τὼ | ἱλάω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἱλάοιν | τοῖν | ἱλάοιν | ||
| Δείτε και το αττικό ἵλεως | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἵλαος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ἵλαος, -ος, -ον (χωρίς παραθετικά)
- (για θεούς) ευμενής, ευνοϊκός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 583
- αὐτίκ᾽ ἔπειθ᾽ ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῖν.»
- κι ο Βροντοφόρος ίλεως, θαρρώ, σ᾽ εμάς θα γίνει».
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- αὐτίκ᾽ ἔπειθ᾽ ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῖν.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 583
- (για ανθρώπους) ευμενής, αγαθός, πράος, ήπιος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 178
- καὶ δὲ σοὶ αὐτῷ θυμὸς ἐνὶ φρεσὶν ἵλαος ἔστω.
- Και συ ο ίδιος πράυνε στα βάθη την ψυχήν σου..
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- καὶ δὲ σοὶ αὐτῷ θυμὸς ἐνὶ φρεσὶν ἵλαος ἔστω.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 340 (338-340)
- ἄλλοτε δὲ σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι, | ἠμὲν ὅτ᾽ εὐνάζῃ καὶ ὅτ᾽ ἂν φάος ἱερὸν ἔλθῃ, | ὥς κέ τοι ἵλαον κραδίην καὶ θυμὸν ἔχωσιν,
- Άλλοτε με σπονδές να τους εξευμενίζεις και θυμιάματα, | και σαν πλαγιάζεις και σαν έρχεται το ιερό του ήλιου φως, | για να ᾽ναι η καρδιά και ο νους τους ευμενείς για σένα,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἄλλοτε δὲ σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι, | ἠμὲν ὅτ᾽ εὐνάζῃ καὶ ὅτ᾽ ἂν φάος ἱερὸν ἔλθῃ, | ὥς κέ τοι ἵλαον κραδίην καὶ θυμὸν ἔχωσιν,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 178
- (για πράγματα) ευνοϊκός, ευμενής, άμεμπτος, εξιλεωμένος
- αττικός τύπος & ελληνιστική : ἵλεως
- αιολικός τύπος : ἴλλαος
- ἵλεος
Παράγωγα
Συγγενικά
- ἱλάσκομαι & παράγωγα
Πηγές
- ἵλαος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἵλαος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.