ἐμβαλλάγιον
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἐμβαλλάγιον | τὰ | ἐμβαλλάγια | ||||
| γενική | τοῦ | ἐμβαλλαγίου | τῶν | ἐμβαλλαγίων | ||||
| δοτική | τῷ | ἐμβαλλαγίῳ | τοῖς | ἐμβαλλαγίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | ἐμβαλλάγιον | τὰ | ἐμβαλλάγια | ||||
| κλητική ὦ! | ἐμβαλλάγιον | ἐμβαλλάγια | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἐμβαλλάγιον < (λόγιο δάνειο) γαλλική emballage + -ιον
Προφορά
- ΔΦΑ : /eɱ.vaˈla.ʝi.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ἐμ‐βαλ‐λά‐γι‐ον
Ουσιαστικό
ἐμβαλλάγιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα)
- το αμπαλάζ, το αμπαλάρισμα
- το αμπαλάζ, το περικάλυμμα
- το κόστος της συσκευασίας
Απόγονοι
H λέξη έδωσε τύπους
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Με σημείωση: «άχρ[ηστη] δημ[οτική] ἀμπαλλάγιον.»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.