εμβαλάγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμβαλάγιο τα εμβαλάγια
      γενική του εμβαλάγιου
& εμβαλαγίου
των εμβαλάγιων
& εμβαλαγίων
    αιτιατική το εμβαλάγιο τα εμβαλάγια
     κλητική εμβαλάγιο εμβαλάγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμβαλάγιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐμβαλλάγιον με απλοποίηση γραφής του διπλού συμφώνου και προσαρμογή της κατάληξης στη δημοτική < γαλλική emballage. Συγκρίνετε με το αμπαλάγιο και το αμπαλάζ.

Προφορά

ΔΦΑ : /eɱ.vaˈla.ʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμβαλάγιο

Ουσιαστικό

εμβαλάγιο αρσενικό

  • (λόγιο, σπάνιο) τεμάχιο συσκευασίας
      Για τα οξέα περιστατικά οι συνταγογραφούντες ιατροί θα αναγράφουν στη συνταγή μόνον ένα εμβαλάγιο για κάθε ιδιοσκεύασμα (Οδηγίες συνταγογράφησης φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, Ιατρικός Σύλλογος Επαρχίας Καλύμνου, ανακτήθηκε στις 28/10/2022 )
     συνώνυμα: πακέτο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη αμπαλάζ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.