εμβαλάγιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εμβαλάγιο | τα | εμβαλάγια |
| γενική | του | εμβαλάγιου & εμβαλαγίου |
των | εμβαλάγιων & εμβαλαγίων |
| αιτιατική | το | εμβαλάγιο | τα | εμβαλάγια |
| κλητική | εμβαλάγιο | εμβαλάγια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμβαλάγιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐμβαλλάγιον με απλοποίηση γραφής του διπλού συμφώνου και προσαρμογή της κατάληξης στη δημοτική < γαλλική emballage. Συγκρίνετε με το αμπαλάγιο και το αμπαλάζ.
Προφορά
- ΔΦΑ : /eɱ.vaˈla.ʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐βα‐λά‐γι‐ο
Μεταφράσεις
εμβαλάγιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.