Ἁρμονία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἁρμονίᾱ | αἱ | Ἁρμονίαι |
| γενική | τῆς | Ἁρμονίᾱς | τῶν | Ἁρμονιῶν |
| δοτική | τῇ | Ἁρμονίᾳ | ταῖς | Ἁρμονίαις |
| αιτιατική | τὴν | Ἁρμονίᾱν | τὰς | Ἁρμονίᾱς |
| κλητική ὦ! | Ἁρμονίᾱ | Ἁρμονίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἁρμονίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἁρμονίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἁρμονία < ἁρμονία
Κύριο όνομα
Ἁρμονία θηλυκό
- ιωνικός τύπος : Ἁρμονίη (στον Ησίοδο)
Πηγές
- Ἁρμονία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.