Ἀχιλλεύς
| Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: Έλεγχος όλων των επικών τύπων. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἀχιλλεύς | οἱ | Ἀχιλλεῖς - Ἀχιλλῆς* |
| γενική | τοῦ | Ἀχιλλέως Ἀχιλλέος επικός Ἀχιλλῆος |
τῶν | Ἀχιλλέων |
| δοτική | τῷ | Ἀχιλλεῖ | τοῖς | Ἀχιλλεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | Ἀχιλλέᾱ | τοὺς | Ἀχιλλέᾱς |
| κλητική ὦ! | Ἀχιλλεῦ | Ἀχιλλεῖς - Ἀχιλλῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀχιλλῆ1 ή Ἀχιλλεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀχιλλέοιν | ||
| * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Ἀχιλλεύς, -έως αρσενικό
Αναφορές
- Ἀχιλλεύς - Diccionario Griego-Español (DGE en línea) [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) - ισπανικών online] (στα ισπανικά) του Francisco R. Adrados (Φρανθίσκο Αδράδος) & Juan Rodríguez Somolinos, έως στο λήμμα «ἔξαυος» (συντομογραφίες).
- G. Holland, "The name of Achilles", Glotta 71, 1993, 17-27
Πηγές
- Ἀχιλλεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀχιλλεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.