ἄχος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἄχος < αβέβαιης ετυμολογίας, συγγενές των ἄγχω, ἄγνυμαι, ἀχέω, Ἀχέρων

Ουσιαστικό

ἄχος-ἄχεος ουδέτερο

  • μετὰ δὲ λέγουσι ὡς ἡ παῖς ἀπήγξατο ὑπὸ ἄχεος, ὁ δέ μιν ἔθαψε... μετά λένε ότι το κορίτσι κρεμάστηκε από την απελπισία του και εκείνος την έθαψε... (Ηρόδοτος, Ευτέρπη 131)


Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.