Ἀραγών
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἀραγών | αἱ | Ἀραγῶνες | ||||
| γενική | τῆς | Ἀραγῶνος | τῶν | Ἀραγώνων | ||||
| δοτική | τῇ | Ἀραγῶνι | ταῖς | Ἀραγῶσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | Ἀραγῶνα | τὰς | Ἀραγῶνας | ||||
| κλητική ὦ! | Ἀραγών | Ἀραγῶνες | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾaˈɣon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ρα‐γών
Ετυμολογία 1
- Ἀραγών < (λόγιο δάνειο) ισπανική Aragón
Κύριο όνομα
Ἀραγών, -ῶνος[1] θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η Αραγόνα, η Αραγονία
- ※ Η Σεβίλλη κυριεύεται και ακολουθούν Κορδούη, το Τολέδον, η Μαλάγα, η Αραγών και η Σαραγόσσα, η πτώσις της οποίας φέρει τους Άραβας εις τα Πυρηναία.
- Λάζ. Θ. Χουμανίδης (1960) Η οικονομία των Αράβων κατά τον Μεσαίωνα
- ※ Η Σεβίλλη κυριεύεται και ακολουθούν Κορδούη, το Τολέδον, η Μαλάγα, η Αραγών και η Σαραγόσσα, η πτώσις της οποίας φέρει τους Άραβας εις τα Πυρηναία.
-
Αραγωνία στη Βικιπαίδεια

Ετυμολογία 2
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἀραγών | οἱ | Ἀραγῶνες | ||||
| γενική | τοῦ | Ἀραγῶνος | τῶν | Ἀραγώνων | ||||
| δοτική | τῷ | Ἀραγῶνι | τοῖς | Ἀραγῶσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | Ἀραγῶνα | τοὺς | Ἀραγῶνας | ||||
| κλητική ὦ! | Ἀραγών | Ἀραγῶνες | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
- Ἀραγών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἀραγών
Κύριο όνομα
Ἀραγών, -ῶνος αρσενικό (καθαρεύουσα)
Αναφορές
- Αραγόνα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἀραγών | οἱ | Ἀραγῶνες | ||||
| γενική | τοῦ | Ἀραγῶνος | τῶν | Ἀραγώνων | ||||
| δοτική | τῷ | Ἀραγῶνῐ | τοῖς | Ἀραγῶσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | Ἀραγῶνᾰ | τοὺς | Ἀραγῶνᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | Ἀραγών | Ἀραγῶνες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀραγῶνε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀραγώνοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Ἀραγών < → λείπει η ετυμολογία
Σημειώσεις
- Περιγράφεται από τον Στράβωνα (Γεωγραφικά 11.3.5): ότι ρέει από τον Καύκασο και πέφτει στην Αλβανία (περιοχή της Ασίας της εποχής του Στράβωνα - όχι η χώρα που γειτονεύει με την Ελλάδα), πιθανώς ο σημερινός Αράγκβι (Aragvi / Aragwi / γεωργιανά არაგვი) στη Γεωργία, στα νότια του Καυκάσου
Πηγές
- Ἀραγών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.