Ἀραγῶνα

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Ἀραγῶνα θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Ἀραγῶνα αρσενικό

  • (ελληνιστική κοινή) αιτιατική ενικού του Ἀραγών
      Στράβων, Γεωγραφικά (Geographiae Chrestomathia) βιβλίο ΙΑ΄ (11.19) Αδαμάντιος Κοραής (επιμελητής, διορθώσεις), Παρίσι, 1815
    ὁ Κύρος ποταμὸς, τὴν ἀρχὴν ἔχων ἀπὸ Ἀρμενίας, παραλαβὼν τὸν Ἀραγῶνα, ἐκ τοῦ Καυκάσου ῥέοντα, καὶ ἄλλα ὕδατα ποταμῶν, διὰ στενῆς ποταμίας εἰς τὴν Ἀλβανίαν ἐκπίπτει
     δείτε σημειώσεις στο λήμμα Ἀραγών

  • Ἄραγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.