Ἀκκώ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀκκώ
      γενική τῆς Ἀκκοῦς
      δοτική τῇ Ἀκκοῖ
    αιτιατική τὴν Ἀκκώ
     κλητική ! Ἀκκοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀκκώ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

Ἀκκώ θηλυκό

  1. (λαογραφία)φανταστικό πλάσμα (μπαμπούλας), με το οποίο οι τροφοί φόβιζαν τα παιδάκια
  2. (μεταφορικά) πολύ χαζή γυναίκα

Συνώνυμα

Κύριο όνομα

Ἀκκώ θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.