μπαμπούλας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπαμπούλας | οι | μπαμπούλες |
| γενική | του | μπαμπούλα | — | |
| αιτιατική | τον | μπαμπούλα | τους | μπαμπούλες |
| κλητική | μπαμπούλα | μπαμπούλες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπαμπούλας (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπαμπούλας, αβέβαιου ετύμου[1], πιθανόν από τη μεσαιωνική ελληνική μπούλα ("πέπλος, γυναίκα καλυμένη με πέπλο")[2] ή από την αρχαία ελληνική βομβυλιός, βόμβος. Ίσως παιδική γλώσσα[3]
Προφορά
- ΔΦΑ : /baˈbu.las/
Ουσιαστικό
μπαμπούλας ουδέτερο (πληθυντικός : μπαμπούλες)
- φανταστικό στοιχείο με το οποίο οι «μεγάλοι» φοβερίζουν τα παιδιά.
- Ο μπαμπούλας θα έρθει και θα σε φάει!
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- μπαμπούλας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.