ἄεθλον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄεθλον τὰ ἄεθλ
      γενική τοῦ ἀέθλου τῶν ἀέθλων
      δοτική τῷ ἀέθλ τοῖς ἀέθλοις
    αιτιατική τὸ ἄεθλον τὰ ἄεθλ
     κλητική ! ἄεθλον ἄεθλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀέθλω
γεν-δοτ τοῖν  ἀέθλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ἄεθλον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.