ἀθλητής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀθλητής | οἱ | ἀθληταί |
| γενική | τοῦ | ἀθλητοῦ | τῶν | ἀθλητῶν |
| δοτική | τῷ | ἀθλητῇ | τοῖς | ἀθληταῖς |
| αιτιατική | τὸν | ἀθλητήν | τοὺς | ἀθλητᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | ἀθλητᾰ́ | ἀθληταί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀθλητᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀθληταῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀθλητής < ἀθλέω < ἆθλον < *ἄϝεθλον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂weh₁- + *-dʰlom
Ουσιαστικό
ἀθλητής αρσενικό
- αθλητής, πρωταθλητής
- (μεταφορικά) για τους χριστιανούς μάρτυρες
- (ως επίθετο)
- ἀθλητής ἵππος: άλογο αγώνων
- (με γενική πράγματος) αυτός που διακρίνεται σε κάτι (καλό ή κακό)
- ἀθλητής πολέμου, ἀθλητής ἀρετῆς, ἀθλητής βδελυρίας
Πηγές
- ἀθλητής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀθλητής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.