ἅρπαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ἁρπᾰγ- | |||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἅρπαξ | οἱ/αἱ | ἅρπαγες | |
| γενική | τοῦ/τῆς | ἅρπαγος | τῶν | ἁρπάγων | |
| δοτική | τῷ/τῇ | ἅρπαγῐ | τοῖς/ταῖς | ἅρπαξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἅρπαγᾰ | τοὺς/τὰς | ἅρπαγᾰς | |
| κλητική ὦ! | ἅρπαξ | ἅρπαγες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἅρπαγε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἁρπάγοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ἅρπαξ < (ἁρπάζω) ἁρπαγ- + -ς
Ουσιαστικό
ἅρπαξ αρσενικό ή θηλυκό, υπερθετικός : ἁρπαγίστατος
Πηγές
- ἅρπαξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἅρπαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.