ἅλυσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἅλυσῐς | αἱ | ἁλύσεις |
| γενική | τῆς | ἁλύσεως | τῶν | ἁλύσεων |
| δοτική | τῇ | ἁλύσει | ταῖς | ἁλύσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἅλυσῐν | τὰς | ἁλύσεις |
| κλητική ὦ! | ἅλυσῐ | ἁλύσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁλύσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἁλυσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἅλυσις < → λείπει η ετυμολογία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: άλυσος
Σημειώσεις
Για τη δασεία (ενώ το ἄλυσις < ἀλύω, ψιλούται):
- ※ 3ος αιώνας κε ⌘ Αίλιος Ηρωδιανός, Περὶ Ἰλιακῆς προσῳδίας,18.487@scaife.perseus [η έκδοση με μηνοειδές σίγμα]
- Τὸ ϲτερητικὸν ͞α ψιλοῦται, ἄφιλος, ἄοικοϲ, ἀλίαϲτοϲ πλὴν τοῦ ἅλυϲιϲ καὶ Ἅιδηϲ. […]
- τὸ δὲ ἄμαξα εἰϲ ἰδιότητα ἐψίλωϲαν οἱ πρὸ ἡμῶν, ἐπεὶ ἡ ϲυναλοιφὴ οὕτωϲ εὑρέθη «τιλλέϲθην ἐπ’ ἄμαξαν» (Ω 711) καὶ «οἱ δ’ ὑπ’ ἀμάξῃϲιν» (Ω 782) ὥϲπερ καὶ τὸ ἅλυϲιϲ ἐκ τοῦ ἐναντίου ἐδαϲύνθη εἰϲ ἰδιότητα.
Παράγωγα
- ἁλύσιον (υποκοριστικό)
- ἁλυσίδιον (υποκοριστικό) και δείτε εκεί για λέξεις με ἁλυσιδ-
Πηγές
- ἅλυσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἅλυσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.