ἄννησον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἄννησον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἄννησον ουδέτερο ιωνικός τύπος, δεν πρέπει να συγχέεται με τη λέξη ἄνηθον και τις παραλλαγές της, γιατί είναι διαφορετικό φυτό

  • (φυτό, γαστρονομία) το γλυκάνισο, ο γλυκάνισος (Pimpinella anisum)
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.82, p. 204, @scaife.perseus
    Ἢν καθάρσιος δέηται, πράσα δεῖ ἑψεῖν, ἢ ἀκτῆς καρπὸν, ἢ ἄννησον, λιβανωτὸν, σμύρναν, οἶνον, ταῦτα πάντα τρίβειν, καὶ τῷ χυλῷ τουτέων κλύζειν.

  • ἄνησσον
  • ελληνιστική & αττικός τύπος: ἄννισον
  • ελληνιστική & αττικός τύπος: ἄνισον
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ γυναικείης φύσιος, (De natura muliebri), 70,, @scaife.perseus
    Ἢν τὰς ἰξύας ἀλγέῃ, ἄνισον καὶ κύμινον Αἰθιοπικὸν πινέτω, καὶ θερμῷ λουέσθω, καὶ ἀπὸ θερμοῦ πινέτω.
      2ος κε αιώνας Γαληνός, In Hippocratis De victu acutorum, 2.11 @scaife.perseus
    Ἢν δὲ ὑπὸ τὰς φρένας ᾖ τὸ ἄλγημα, ἐς δὲ τὴν κληῖδα μὴ σημαίνῃ, μαλθάσσειν χρὴ τὴν κοιλίην ἢ μέλανι ἐλλεβόρῳ ἢ πεπλίῳ· μέλανι μὲν δαῦκον ἢ σέσελι ἢ κύμινον ἢ ἄνισον ἢ ἄλλο τι τῶν εὐωδέων μίσγοντα, πεπλίῳ δὲ ὀπὸν σιλφίου·
  • ιωνικός τύπος: ἄνησον
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.26, p. 70, @scaife.perseus
    Ταύτην φάρμακον πῖσαι χοληγὸν, καὶ ἄνησον ἀρήγει, καὶ ὅσα ἐς οὔρησιν·
  • ἄννησσον
  • ἄννηττον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.