ἄλοχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἄλοχος | αἱ | ἄλοχοι |
| γενική | τῆς | ἀλόχου | τῶν | ἀλόχων |
| δοτική | τῇ | ἀλόχῳ | ταῖς | ἀλόχοις |
| αιτιατική | τὴν | ἄλοχον | τὰς | ἀλόχους |
| κλητική ὦ! | ἄλοχε | ἄλοχοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλόχω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀλόχοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἄλοχος < ἄ- + -λοχος < ἄ- αθροιστικό + λέχος
Ουσιαστικό
ἄλοχος, -ου θηλυκό
- σύζυγος, σύντροφος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 403 (402-403)
- αὐτὸς δ᾽ αὖτε καθεῦδε μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο, | τῷ δ᾽ ἄλοχος δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν.
- Έγειρε τότε να κοιμηθεί κι αυτός στο βάθος του αψηλού ανακτόρου, | όπου οικοδέσποινα η γυναίκα του του ετοίμαζε συζυγικό κρεβάτι, μαζί της κάθε νύχτα να πλαγιάζει.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὸς δ᾽ αὖτε καθεῦδε μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο, | τῷ δ᾽ ἄλοχος δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 227 (225-227)
- Νῶϊ μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβόμεθ᾽, αἱ δὲ γυναῖκες | ἤλυθον, ὄτρυνεν γὰρ ἀγαυὴ Περσεφόνεια, | ὅσσαι ἀριστήων ἄλοχοι ἔσαν ἠδὲ θύγατρες.
- Οι δυο μας συναλλάσσαμε τα λόγια μας ακόμη, αλλά | πλησίασαν κι άλλες γυναίκες τώρα — η φημισμένη Περσεφόνη | τις παρότρυνε· όσες υπήρξαν σύζυγοι και θυγατέρες διάσημων ηρώων.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Νῶϊ μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβόμεθ᾽, αἱ δὲ γυναῖκες | ἤλυθον, ὄτρυνεν γὰρ ἀγαυὴ Περσεφόνεια, | ὅσσαι ἀριστήων ἄλοχοι ἔσαν ἠδὲ θύγατρες.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 10. ‹Θεαίῳ Ἀργείῳ παλαιστῇ›, 19 (10.18-10.19)
- οὗ κατ᾽ Ὄλυμπον | ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ᾽ ἔστι, καλλίστα θεῶν.
- πὄχει γυναίκα τώρ᾽ αυτός στον Όλυμπο | την πιο ᾽μορφη από τις θεές, την Ήβη, που πλάι με τη μητέρα της, του τέλειου γάμου τη θεά, βαδίζει.
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- οὗ κατ᾽ Ὄλυμπον | ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ᾽ ἔστι, καλλίστα θεῶν.
- ※ 3ος πκε αιώνας, επιγραφή, Επιτύμβια Στήλη από το νησί Ίμβρος. IG XII,8 93. @epigraphy.packhum.org
- τέσσαρα τέκνα λιπὼν
Νεικήφορος ἐνθάδε
κεῖμαι
ἐν χρηστῆς ἀλόχου πνεῦμα̣
λιπὼν παλάμαις·
- τέσσαρα τέκνα λιπὼν
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 403 (402-403)
- παλλακίδα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 499 (498-499)
- «Λητοῖ, ἐγὼ δέ τοι οὔ τι μαχήσομαι· ἀργαλέον δὲ | πληκτίζεσθ᾽ ἀλόχοισι Διὸς νεφεληγερέταο·
- «Λητώ, δεν πολεμώ μ᾽ εσέ· και ποίος με γυναίκες | θέλει στα χέρια να πιασθεί του βροντοφόρου Δία.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- «Λητοῖ, ἐγὼ δέ τοι οὔ τι μαχήσομαι· ἀργαλέον δὲ | πληκτίζεσθ᾽ ἀλόχοισι Διὸς νεφεληγερέταο·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 499 (498-499)
- άγαμη κοπέλα, παρθένα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Θεαίτητος, 149b @scaife.perseus
- αἰτίαν δέ γε τούτου φασὶν εἶναι τὴν Ἄρτεμιν, ὅτι ἄλοχος οὖσα τὴν λοχείαν εἴληχε.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Θεαίτητος, 149b @scaife.perseus
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη δάμαρ
Εκφράσεις
Πηγές
- ἄλοχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄλοχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.