λέχος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

λέχος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *legʰ- (κείμαι)· συγγενές με τo (λατινικά) lectus

Ουσιαστικό

λέχος ουδέτερο

  1. η κλίνη, το κρεβάτι (το έπιπλο)
  2. το συζυγικό κρεβάτι, το κρεβάτι του έρωτα
  3. η φωλιά ενός πουλιού

Αναφορές

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 888
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.