άμισθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άμισθος η άμισθη το άμισθο
      γενική του άμισθου της άμισθης του άμισθου
    αιτιατική τον άμισθο την άμισθη το άμισθο
     κλητική άμισθε άμισθη άμισθο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άμισθοι οι άμισθες τα άμισθα
      γενική των άμισθων των άμισθων των άμισθων
    αιτιατική τους άμισθους τις άμισθες τα άμισθα
     κλητική άμισθοι άμισθες άμισθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άμισθος < α- στερητικό + μισθός

Επίθετο

άμισθος, -η, -ο

  1. που δεν πληρώνεται με μισθό
    άμισθος υποθηκοφύλακας
    άμισθη μαθητεία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.