ἅπτομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἅπτομαι < ἅπτω

Ρήμα

ἅπτομαι

  1. αγγίζω
    • ἁψαμένη δὲ γενείου Ὀδυσσῆα προσέειπεν... (αγγίζοντας τα γένεια του Οδυσσέα, του είπε..)
  2. πιάνω, παίρνω, δράττω
    • καί σφεας προσελθόντας ἅπτεσθαι τοῦ ἐπεόντος ἐπὶ τῶν δενδρέων καρποῦ, ἁπτομένοισι δέ σφι ἐπελθεῖν ἄνδρας μικρούς (και καθώς έπαιρναν τους καρπούς που ήταν στα δέντρα, την ώρα που τους έπαιρναν, ήρθαν άνδρες μικρόσωμοι (Ηροδ. Ιστ. 2.32)
  3. αρπάζω, τσακώνω, πιάνομαι στα χέρια, επιτίθεμαι
    • καὶ τοῖς ἄλλοις ἅπτεσθαι τῶν ἀνδρῶν παρεκελεύετο, (και τους άλλους διέταζε να επιτεθούν στον εχθρό) (Ξεν. Ελλ. 5.4.43)
  4. ανάβω
    • ἄνθρακες ἡμμένοι (αναμμένα κάρβουνα) (Θουκ. Πελ. Πόλεμος 4.100)



Αρχικοί Χρόνοι Ενεργητική Φωνή Απαρέμφατα-Μετοχές
Ενεστώτας ἅπτομαι ἅπτεσθαι ἁπτόμενος, -μένη-ενον
Παρατατικός ἡπτόμην
Μέλλοντας ἅψομαι (συναφθήσομαι) ἅψεσθαι ἁψόμενος, -μένη-ενον
Αόριστος ἡψάμην και ἥφθην ἅψασθαι ἁψάμενος, -μένη-ενον και ἁφθῆναι ἁφθείς,-εῖσα, -έν
Παρακείμενος ἧμμαι ἧφθαι ἡμμένος,-ένη, -ένον
Υπερσυντέλικος (-ἣμμην)
Παρατηρήσεις οι εντός παρενθέσεων τύποι μόνον σε συνθετα. Ο παρακείμενος και υπερσυντέλικος ιδιόκλητοι.


Συγγενικά

Αψίδα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.