ἁλιεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἁλιεύς | οἱ | ἁλιεῖς - ἁλιῆς* |
| γενική | τοῦ | ἁλιέως & ἁλιῶς ιωνικός: ἁλιῆος |
τῶν | ἁλιέων & ἁλιῶν |
| δοτική | τῷ | ἁλιεῖ | τοῖς | ἁλιεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | ἁλιέᾱ & ἁλιᾶ |
τοὺς | ἁλιέᾱς & ἁλιᾶς |
| κλητική ὦ! | ἁλιεῦ | ἁλιεῖς - ἁλιῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁλιῆ1 ή ἁλιεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἁλιέοιν | ||
| Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους. * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἁλιεύς αρσενικό
Πηγές
- ἁλιεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁλιεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.