αλιέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλιέας οι αλιείς
      γενική του αλιέα
& αλιέως
των αλιέων
    αιτιατική τον αλιέα τους αλιείς
     κλητική αλιέα αλιείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλιέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁλιεύς

Ουσιαστικό

αλιέας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.