ἀστυνομέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀστυνομέω < ἄστυ + νέμω

Ρήμα

ἀστυνομέω

  1. είμαι «αστυνόμος», προστατεύω και φροντίζω την πόλη
  2. (ελληνιστική κοινή) είμαι «praetor urbanus» στη Ρώμη, πραίτορας αρμόδιος για την απονομή της δικαιοσύνης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.