ἀστυνομέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἀστυνομέω
- είμαι «αστυνόμος», προστατεύω και φροντίζω την πόλη
- (ελληνιστική κοινή) είμαι «praetor urbanus» στη Ρώμη, πραίτορας αρμόδιος για την απονομή της δικαιοσύνης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.