υπούργημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υπούργημα | τα | υπουργήματα |
| γενική | του | υπουργήματος | των | υπουργημάτων |
| αιτιατική | το | υπούργημα | τα | υπουργήματα |
| κλητική | υπούργημα | υπουργήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπούργημα < αρχαία ελληνική ὑπούργημα < ὑπουργῶ
Ουσιαστικό
υπούργημα ουδέτερο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
υπούργημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.