ἀρχά

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ἀρχά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἀρχά, -ᾶς θηλυκό

  • βοιωτικός και δωρικός τύπος του ἀρχή
      7ος πκε αιώνας Αλκμάν, Απόσπασμα 125
    πῆρά τοι μαθήσιος ἀρχά.
    Η δοκιμή είναι η αρχή της μάθησης.
    Μετάφραση: Ι.Ν. Καζάζης. @greek-language.gr

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.