ἀρτοποιός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ἀρτοποιός οἱ/αἱ ἀρτοποιοί
      γενική τοῦ/τῆς ἀρτοποιοῦ τῶν ἀρτοποιῶν
      δοτική τῷ/τῇ ἀρτοποι τοῖς/ταῖς ἀρτοποιοῖς
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀρτοποιόν τοὺς/τὰς ἀρτοποιούς
     κλητική ! ἀρτοποιέ ἀρτοποιοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρτοποιώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀρτοποιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ἰατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀρτοποιός < ἀρτο- + -ποιός. Μορφολογικά αναλύεται σε ἄρτος + ποιέω

Ουσιαστικό

ἀρτοποιός, -οῦ αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) αρτοποιός, φούρναρης
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 5, 5.39 @scaife.perseus
    οἱ δὲ Μῆδοι ὅσον χρόνον σχολὴν πρὸ δείπνου ἦγεν ὁ Κυαξάρης ᾖσαν πρὸς αὐτόν, οἱ μὲν καὶ αὐτοὶ καθʼ ἑαυτούς, οἱ δὲ πλεῖστοι ὑπὸ Κύρου ἐγκέλευστοι, δῶρα ἄγοντες, ὁ μέν τις οἰνοχόον καλόν, ὁ δʼ ὀψοποιὸν ἀγαθόν, ὁ δʼ ἀρτοποιόν, ὁ δὲ μουσουργόν, ὁ δʼ ἐκπώματα, ὁ δʼ ἐσθῆτα καλήν·
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 22.8
    ὡς γὰρ ἐκείνη φιλοφρονουμένη πολλὰ μὲν ὄψα καθ᾽ ἡμέραν ἀπέστελλεν αὐτῷ καὶ πέμματα, τέλος δὲ τοὺς δοκοῦντας εἶναι δεινοτάτους ὀψοποιοὺς καὶ ἀρτοποιούς, ἔφη τούτων μηδενὸς δεῖσθαι·
    Γιατί, καθώς εκείνη, προκειμένου να τον ευχαριστήσει, του έστελνε καθημερινά πολλά φαγητά και γλυκά και τελικά τους πιο καλούς μάγειρες και αρτοποιούς, της είπε ότι δεν χρειαζόταν κανέναν από αυτούς·
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greeklanguage.gr

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • ἀρτοποιεῖον
  • ἀρτοποιέω
  • ἀρτοποιητικός
  • ἀρτοποιΐα
  • ἀρτοποιία
  • ἀρτοποιϊκός
  • ἀρτόπονος
  • ἀρτοποπέω
  • ἀρτοπτεῖον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.