ἀρτοποιεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἀρτοποιεῖον | τὰ | ἀρτοποιεῖᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | ἀρτοποιείου | τῶν | ἀρτοποιείων | ||||
| δοτική | τῷ | ἀρτοποιείῳ | τοῖς | ἀρτοποιείοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | ἀρτοποιεῖον | τὰ | ἀρτοποιεῖᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | ἀρτοποιεῖον | ἀρτοποιεῖᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρτοποιείω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀρτοποιείοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἀρτοποιεῖον < ἀρτο- + -ποιεῖον
Ουσιαστικό
ἀρτοποιεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- αρτοποιείο
- ※ 3ος κε αιώνας, Πράξεις Θωμά, (απόκρυφο), 18, @scaife.perseus
- Καὶ ὁ ἀπόστολος κάλαμον λαβὼν διεχάρασσεν μετρῶν τὸν τόπον, καὶ τὰς μὲν θύρας ἔτασσεν κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου βλέπειν πρὸς τὸ φῶς, τὰς δὲ θυρίδας κατὰ δύσιν πρὸς τοὺς ἀνέμους, τὸ δὲ ἀρτοποιεῖον πρὸς μεσημβρίαν ἐποίησεν εἶναι,
- ※ 3ος κε αιώνας, Πράξεις Θωμά, (απόκρυφο), 18, @scaife.perseus
Συνώνυμα
- ἀρτοκοπεῖον
- ἀρτοκόπιον
Πηγές
- ἀρτοποιεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.