ἀρτοκόπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀρτοκόπος | οἱ/αἱ | ἀρτοκόποι |
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀρτοκόπου | τῶν | ἀρτοκόπων |
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀρτοκόπῳ | τοῖς/ταῖς | ἀρτοκόποις |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀρτοκόπον | τοὺς/τὰς | ἀρτοκόπους |
| κλητική ὦ! | ἀρτοκόπε | ἀρτοκόποι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρτοκόπω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀρτοκόποιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «ἵππος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀρτοκόπος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἀρτοκόπος, -ου αρσενικό ή θηλυκό, επίσης (θηλυκό ἀρτοκόπισσα)
- (επάγγελμα) αρτοποιός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 82.1
- Παυσανίην ὦν ὁρῶντα τὴν Μαρδονίου κατασκευὴν χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ καὶ παραπετάσμασι ποικίλοισι κατεσκευασμένην κελεῦσαι τούς τε ἀρτοκόπους καὶ τοὺς ὀψοποιοὺς κατὰ ταὐτὰ [καθὼς] Μαρδονίῳ δεῖπνον παρασκευάζειν.
- λοιπόν, όταν ο Παυσανίας είδε τις αποσκευές του Μαρδονίου, τη σκηνή του μ᾽ έπιπλα χρυσά και ασημένια, με πολύχρωμα παραπετάσματα, διέταξε τους αρτοποιούς και τους μαγείρους να ετοιμάσουν δείπνο παρόμοιο μ᾽ αυτό που ετοίμαζαν για τον Μαρδόνιο.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Παυσανίην ὦν ὁρῶντα τὴν Μαρδονίου κατασκευὴν χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ καὶ παραπετάσμασι ποικίλοισι κατεσκευασμένην κελεῦσαι τούς τε ἀρτοκόπους καὶ τοὺς ὀψοποιοὺς κατὰ ταὐτὰ [καθὼς] Μαρδονίῳ δεῖπνον παρασκευάζειν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 7, 1.38
- ὁ δὲ Ἀντίοχος, ὅτι ἠλαττοῦτο τὸ Ἀρκαδικόν, οὔτε τὰ δῶρα ἐδέξατο ἀπήγγειλέ τε πρὸς τοὺς μυρίους ὡς βασιλεὺς ἀρτοκόπους μὲν καὶ ὀψοποιοὺς καὶ οἰνοχόους καὶ θυρωροὺς πεμπλήθεις ἔχοι, ἄνδρας δὲ οἳ μάχοιντ᾽ ἂν Ἕλλησι πάνυ ζητῶν οὐκ [ἂν] ἔφη δύνασθαι ἰδεῖν.
- ο Αντίοχος, αντίθετα, την έκρινε επιζήμια για τους συμπατριώτες του και δεν δέχτηκε τα δώρα του· ανέφερε μάλιστα στους Δέκα Χιλιάδες ότι ο Βασιλεύς μπορεί να διαθέτει πολλούς αρτοποιούς, μαγείρους, οινοχόους και θυρωρούς, αλλά —είπε— όσο κι αν έψαξε δεν κατόρθωσε να δει άνδρες ικανούς να πολεμήσουν τους Έλληνες.
- Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- ὁ δὲ Ἀντίοχος, ὅτι ἠλαττοῦτο τὸ Ἀρκαδικόν, οὔτε τὰ δῶρα ἐδέξατο ἀπήγγειλέ τε πρὸς τοὺς μυρίους ὡς βασιλεὺς ἀρτοκόπους μὲν καὶ ὀψοποιοὺς καὶ οἰνοχόους καὶ θυρωροὺς πεμπλήθεις ἔχοι, ἄνδρας δὲ οἳ μάχοιντ᾽ ἂν Ἕλλησι πάνυ ζητῶν οὐκ [ἂν] ἔφη δύνασθαι ἰδεῖν.
- ≈ συνώνυμα: λατινικά coquus, αρχαία ελληνικά ἀρτοποιός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 82.1
- ἀρτοπόπος
Συγγενικά
- ἀρτοκοπεῖον
- ἀρτοκοπέω
- ἀρτοκοπία
- ἀρτοκοπικός
- ἀρτοκόπιον
Πηγές
- ἀρτοκόπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρτοκόπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.