ἀπλυσία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπλυσί αἱ ἀπλυσίαι
      γενική τῆς ἀπλυσίᾱς τῶν ἀπλυσιῶν
      δοτική τῇ ἀπλυσί ταῖς ἀπλυσίαις
    αιτιατική τὴν ἀπλυσίᾱν τὰς ἀπλυσίᾱς
     κλητική ! ἀπλυσί ἀπλυσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπλυσί
γεν-δοτ τοῖν  ἀπλυσίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀπλυσία < ἄπλυτος

Ουσιαστικό

ἀπλυσία θηλυκό

  1. ρυπαρότητα, βρόμα
  2. είδος σπόγγου που δεν είναι δυνατόν να καθαριστεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.