ρυπαρότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρυπαρότητα | οι | ρυπαρότητες |
| γενική | της | ρυπαρότητας | των | ρυπαροτήτων |
| αιτιατική | τη | ρυπαρότητα | τις | ρυπαρότητες |
| κλητική | ρυπαρότητα | ρυπαρότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρυπαρότητα < ελληνιστική κοινή ῥυπαρότητα, αιτιατική ενικού του ῥυπαρότης < αρχαία ελληνική ῥυπαρός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρύπος
Μεταφράσεις
ρυπαρότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.