ἀνάξιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀνάξιος | ἡ | ἀναξίᾱ | τὸ | ἀνάξιον |
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀναξίου | τῆς | ἀναξίᾱς | τοῦ | ἀναξίου |
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀναξίῳ | τῇ | ἀναξίᾳ | τῷ | ἀναξίῳ |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀνάξιον | τὴν | ἀναξίᾱν | τὸ | ἀνάξιον |
| κλητική ὦ! | ἀνάξιε | ἀναξίᾱ | ἀνάξιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀνάξιοι | αἱ | ἀνάξιαι | τὰ | ἀνάξιᾰ |
| γενική | τῶν | ἀναξίων | τῶν | ἀναξίων | τῶν | ἀναξίων |
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀναξίοις | ταῖς | ἀναξίαις | τοῖς | ἀναξίοις |
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀναξίους | τὰς | ἀναξίᾱς | τὰ | ἀνάξιᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀνάξιοι | ἀνάξιαι | ἀνάξιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀναξίω | τὼ | ἀναξίᾱ | τὼ | ἀναξίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀναξίοιν | τοῖν | ἀναξίαιν | τοῖν | ἀναξίοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «βέβαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
Ετυμολογία 2
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀνάξιος | τὸ | ἀνάξιον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀναξίου | τοῦ | ἀναξίου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀναξίῳ | τῷ | ἀναξίῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀνάξιον | τὸ | ἀνάξιον | ||
| κλητική ὦ! | ἀνάξιε | ἀνάξιον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀνάξιοι | τὰ | ἀνάξιᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀναξίων | τῶν | ἀναξίων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀναξίοις | τοῖς | ἀναξίοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀναξίους | τὰ | ἀνάξιᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀνάξιοι | ἀνάξιᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀναξίω | τὼ | ἀναξίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀναξίοιν | τοῖν | ἀναξίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἄναξ
Πηγές
- ἀνάξιος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀνάξιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνάξιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.