άναξ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άναξ οι άνακτες
      γενική του άνακτος των ανάκτων
    αιτιατική τον άνακτα τους άνακτες
     κλητική άναξ άνακτες
Δείτε την αρχαία κλίση στο ἄναξ.
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άναξ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄναξ

Ουσιαστικό

άναξ αρσενικό (θηλυκό άνασσα)

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.