ἀλήθεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀλήθειᾰ | αἱ | ἀλήθειαι |
| γενική | τῆς | ἀληθείᾱς | τῶν | ἀληθειῶν |
| δοτική | τῇ | ἀληθείᾳ | ταῖς | ἀληθείαις |
| αιτιατική | τὴν | ἀλήθειᾰν | τὰς | ἀληθείᾱς |
| κλητική ὦ! | ἀλήθειᾰ | ἀλήθειαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀληθείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀληθείαιν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- ἀλήθεια - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀλήθεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλήθεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.