ἀκράχολος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀκράχολος | τὸ | ἀκράχολον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀκραχόλου | τοῦ | ἀκραχόλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀκραχόλῳ | τῷ | ἀκραχόλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀκράχολον | τὸ | ἀκράχολον | ||
| κλητική ὦ! | ἀκράχολε | ἀκράχολον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀκράχολοι | τὰ | ἀκράχολᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀκραχόλων | τῶν | ἀκραχόλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀκραχόλοις | τοῖς | ἀκραχόλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀκραχόλους | τὰ | ἀκράχολᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀκράχολοι | ἀκράχολᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκραχόλω | τὼ | ἀκραχόλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀκραχόλοιν | τοῖν | ἀκραχόλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀκράχολος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ἀκράχολος, -ος, -ον, υπερθετικός : ἀκραχολώτατος
- οξύθυμος, οργίλος, αψύς
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 411c
- ἀκράχολοι οὖν καὶ ὀργίλοι ἀντὶ θυμοειδοῦς γεγένηνται, δυσκολίας ἔμπλεῳ.
- Και αντί γενναίος που ήταν, να έχει καταντήσει οξύθυμος και ευερέθιστος, και γενικά δύστροπος και ασυμβίβαστος.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- ἀκράχολοι οὖν καὶ ὀργίλοι ἀντὶ θυμοειδοῦς γεγένηνται, δυσκολίας ἔμπλεῳ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 41 (40-41)
- λέγοιμ᾽ ἂν ἤδη. νῷν γάρ ἐστι δεσπότης | ἄγροικος ὀργήν, κυαμοτρώξ, ἀκράχολος,
- Λοιπόν, ακούστε· έχουμε ένα αφεντικό | με άγαρμπο φυσικό, κουκιών-τραγανιστή, ζοχαδιάρη,
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- λέγοιμ᾽ ἂν ἤδη. νῷν γάρ ἐστι δεσπότης | ἄγροικος ὀργήν, κυαμοτρώξ, ἀκράχολος,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 411c
- πολύ θλιμμένος, πολύ λυπημένος
- (για ζώο) άγριος, κακόθυμος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 594 @poesialatina.it, @google.gr/books
- καὶ κύων ἀκράχολος | Ἑκάτης ἄγαλμα φωσφόρου γενήσομαι.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 10, 40 432c, @scaife.perseus, @el.wikisource
- γέροντα Θάσιον τόν τε γῆς ἀπ’ Ἀτθίδος
ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν
συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου,- ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του ποιητή Επίνικου.
- γέροντα Θάσιον τόν τε γῆς ἀπ’ Ἀτθίδος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 594 @poesialatina.it, @google.gr/books
- ἀκρόχολος
Παράγωγα
- ἀκραχολέω
- ἀκραχολία
Πηγές
- ἀκράχολος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκράχολος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.