όζος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο όζος οι όζοι
      γενική του όζου των όζων
    αιτιατική τον όζο τους όζους
     κλητική όζε όζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όζος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄζος (κλάδος)

Ουσιαστικό

όζος αρσενικό

  1. (λόγιο) ρόζος
  2. (ιατρική) τοπική διόγκωση ή υπερπλασία οργάνου
    κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό οι όζοι του θυρεοειδούς είναι καλοήθεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.