χλωμάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χλωμάδα | οι | χλωμάδες |
| γενική | της | χλωμάδας | των | χλωμάδων |
| αιτιατική | τη | χλωμάδα | τις | χλωμάδες |
| κλητική | χλωμάδα | χλωμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xloˈma.ða/
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αχνός
Μεταφράσεις
χλωμάδα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.