οχ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- οχ < ηχομιμητική λέξη (από τον ήχο του αναστεναγμού)
Ετυμολογία 2
- οχ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀχ < ἐχ < ἐκ < αρχαία ελληνική ἐκ[2][3]
Πρόθεση
οχ
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του εκ. Συντάσσεται με αιτιατική: από το, από τα
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Η Αγνώριστη greek-language.gr, 1η στροφή
Ποιά είναι τούτη
που κατεβαίνει
ασπροεντυμένη
οχ το βουνό;
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Η Αγνώριστη greek-language.gr, 1η στροφή
- 'χ (όταν προηγείται ο φθόγγος [ο])
Αναφορές
- οχ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εκ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- «ἐκ» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.