οχ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

οχ < ηχομιμητική λέξη (από τον ήχο του αναστεναγμού)

Επιφώνημα

οχ[1]

  • (προφορικό) άλλη γραφή του ωχ

Ετυμολογία 2

οχ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀχ < ἐχ < ἐκ < αρχαία ελληνική ἐκ[2][3]

Πρόθεση

οχ

  • (όταν προηγείται ο φθόγγος [ο])

Αναφορές

  1. οχ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. εκ -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  3. «ἐκ» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.