duh

Αγγλικά (en)

Επιφώνημα

  • ειρωνικό: οι Έλληνες βγάζουν έναν ήχο μεταξύ α και ε μιμούμενοι τον καθυστερημένο, το λέμε για κάτι αυτονόητο, χαζό ή για να μειώσουμε κάποιον που θεωρούμε ότι είπε χαζομάρα

Βοσνιακά (bs)

Ουσιαστικό

duh (bs)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.