ωτολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ωτολόγος οι ωτολόγοι
      γενική του/της ωτολόγου των ωτολόγων
    αιτιατική τον/την ωτολόγο τους/τις ωτολόγους
     κλητική ωτολόγε ωτολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωτολόγος < ους + -λόγος

Ουσιαστικό

ωτολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.