ωτολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωτολογία οι ωτολογίες
      γενική της ωτολογίας των ωτολογιών
    αιτιατική την ωτολογία τις ωτολογίες
     κλητική ωτολογία ωτολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωτολογία λόγ. < γαλλ. otologie < oto- = ὠτός (γενική του αραχαιοελληνικού οὖς ) + -logie = -λογία

Ουσιαστικό

ωτολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.