ωτολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ωτολογία | οι | ωτολογίες |
| γενική | της | ωτολογίας | των | ωτολογιών |
| αιτιατική | την | ωτολογία | τις | ωτολογίες |
| κλητική | ωτολογία | ωτολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ωτολογία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.