ωταλγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωταλγία οι ωταλγίες
      γενική της ωταλγίας των ωταλγιών
    αιτιατική την ωταλγία τις ωταλγίες
     κλητική ωταλγία ωταλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωταλγία < αρχαία ελληνική ὠταλγία< ους + -αλγία

Ουσιαστικό

ωταλγία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.