ωτίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωτίτιδα οι ωτίτιδες
      γενική της ωτίτιδας των ωτιτίδων
& ωτίτιδων
    αιτιατική την ωτίτιδα τις ωτίτιδες
     κλητική ωτίτιδα ωτίτιδες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωτίτιδα < ὠτίτις λέξη της καθαρεύουσας για να αποδώσει τον ιατρικό όρο otitis < αρχαία ελληνική γενική ὠτός < οὖς

Ουσιαστικό

ωτίτιδα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.