ωρολόγιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ωρολόγιος | η | ωρολόγια | το | ωρολόγιο |
| γενική | του | ωρολόγιου | της | ωρολόγιας | του | ωρολόγιου |
| αιτιατική | τον | ωρολόγιο | την | ωρολόγια | το | ωρολόγιο |
| κλητική | ωρολόγιε | ωρολόγια | ωρολόγιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ωρολόγιοι | οι | ωρολόγιες | τα | ωρολόγια |
| γενική | των | ωρολόγιων | των | ωρολόγιων | των | ωρολόγιων |
| αιτιατική | τους | ωρολόγιους | τις | ωρολόγιες | τα | ωρολόγια |
| κλητική | ωρολόγιοι | ωρολόγιες | ωρολόγια | |||
| Το θηλυκό δύσχρηστο | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ωρολόγιος < λόγιο επίθετο που σχηματίστηκε από την (ελληνιστική κοινή) ὡρολόγιον για να αποδοθεί το γαλλικό horaire
Επίθετο
ωρολόγιος, -α, -ο (το θηλ. δύσχρηστο)
Εκφράσεις
- ωρολόγιο πρόγραμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.