ὡριαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὡριαῖος | ἡ | ὡριαίᾱ | τὸ | ὡριαῖον |
| γενική | τοῦ | ὡριαίου | τῆς | ὡριαίᾱς | τοῦ | ὡριαίου |
| δοτική | τῷ | ὡριαίῳ | τῇ | ὡριαίᾳ | τῷ | ὡριαίῳ |
| αιτιατική | τὸν | ὡριαῖον | τὴν | ὡριαίᾱν | τὸ | ὡριαῖον |
| κλητική ὦ! | ὡριαῖε | ὡριαίᾱ | ὡριαῖον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ὡριαῖοι | αἱ | ὡριαῖαι | τὰ | ὡριαῖᾰ |
| γενική | τῶν | ὡριαίων | τῶν | ὡριαίων | τῶν | ὡριαίων |
| δοτική | τοῖς | ὡριαίοις | ταῖς | ὡριαίαις | τοῖς | ὡριαίοις |
| αιτιατική | τοὺς | ὡριαίους | τὰς | ὡριαίᾱς | τὰ | ὡριαῖᾰ |
| κλητική ὦ! | ὡριαῖοι | ὡριαῖαι | ὡριαῖᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὡριαίω | τὼ | ὡριαίᾱ | τὼ | ὡριαίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ὡριαίοιν | τοῖν | ὡριαίαιν | τοῖν | ὡριαίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ὡριαῖος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὥρ(α) (έτος, εποχή) + -ιαῖος[1]
Αναφορές
- «ώρα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ὡριαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.